- κατανάλωσις
- κατανᾱλ-ωσις, εως, ἡ,A waste, consumption, Plu.2.678f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατανάλωσις — waste fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλώσει — κατανάλωσις waste fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταναλώσεϊ , κατανάλωσις waste fem dat sg (epic) κατανάλωσις waste fem dat sg (attic ionic) κατανᾱλώσει , καταναλίσκω use up aor subj act 3rd sg (epic) κατανᾱλώσει , καταναλίσκω use up fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλώσεις — κατανάλωσις waste fem nom/voc pl (attic epic) κατανάλωσις waste fem nom/acc pl (attic) κατανᾱλώσεις , καταναλίσκω use up aor subj act 2nd sg (epic) κατανᾱλώσεις , καταναλίσκω use up fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
Ζολώτας, Ξενοφών — (Αθήνα 1904 –). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και πρωθυπουργός οικουμενικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990). Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λειψίας και Παρισιού. Το 1928 έγινε καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
καταναλώσεως — καταναλώσεω̆ς , κατανάλωσις waste fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλώσῃ — καταναλώσηι , κατανάλωσις waste fem dat sg (epic) κατανᾱλώσῃ , καταναλίσκω use up aor subj mid 2nd sg κατανᾱλώσῃ , καταναλίσκω use up aor subj act 3rd sg κατανᾱλώσῃ , καταναλίσκω use up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)